Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Τα καθέκαστα.

Η κοιλιά μου γουργουρίζει
πως, πεινάει μου θυμίζει
τη καλώ να ησυχάσει,
θ’ έρθει η ώρα να χορτάσει.
Πότε είναι αυτή η ώρα,
με ξαναρωτά με φόρα
δε το βλέπεις, ζάλη έχω
αν δε φάω, δεν αντέχω!
Τη ποτίζω, με νεράκι
μπας και τη ναι καλοπιάσω
ε΄ αφεντικό γκρινιάζει,
με νερό θες να χορτάσω?
Δε διαφωνώ ωστόσο,
είπες κάτι να σου δώσω?
Με τερτίπια, μ’ αγριεύεις
πάψε να με κοροϊδεύεις
στέρεα τροφή ζητάω
σαν του Χότζα να μη πάω,
κείνο τ’ άσιτο γαϊδούρι,
με νερό και κανναβούρι.
Μάλλον, θα σε τιμωρήσω
λέω, να τη φοβερίσω
άμα προτιμάς τη κλάψα
νηστική, θα σ’ αφήσω.
Μα υπομονή, δεν έχει
ούτε καν που, με προσέχει
συνεχίζει αγριεμένη…
Νιώθω,  υποσιτισμένη
κι’ όσο η πείνα μου θεριεύει
εύκολα, δεν ημερεύει?
Σκέφτομαι, αν κι’ έχει δίκιο
να είναι παραπόνεμένη
μήπως έχω, για να ζήσω
να μπορώ να τη ταΐσω
όμως, για να τη καλμάρω
τη φουφού παίρνω κι’ ανάβω
και στη τρύπια κατσαρόλα,
μια παλιά μου, ρίχνω σόλα
λίγο υπομονή τις λέω
ώσπου να βγει η μπριζόλα.
Την ακούω που μουρμουρίζει
μες τα δόντια της και βρίζει,
μ’ άντε να της εξηγήσεις,

τα καθέκαστα της κρίσης!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου